δειδίσκομαι

δειδίσκομαι
δειδίσκομαι
Grammatical information: v.
Meaning: `greet, welcome' (Hom.); δειδέχαται, -το, δεικ-νύ-μενος, δεικ-ανόωντο and δε(ι)-δισκ-όμενος.
Derivatives: IE [188] *deik- `show'
Origin: This and related forms were read as *δηδέχαται etc. by Wackernagel (BB 4, 1878, 268ff.), who connected Skt. dāśnoti; he wanted to restore at least the (supposed) intensive reduplication in the form (Beekes, Development 114). Forssmann (Die Sprache 24, 1978, 3-24) showed that our texts always have δει-, and that this is the correct reading. The form δει-δεχ- is the most difficult and replaces δει-δικ- ($31). The other forms replace *δει-δικ-. The original meaning was `show'.
See also: s. δηδέχαται.
Page in Frisk: 1,354

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… …   Dictionary of Greek

  • δειδισκόμενος — δειδίσκομαι greet pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειδίσκετο — δειδίσκομαι greet imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδίσκομαι — (Α) 1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω 2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαι επίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”